-
1 οις
I.οἰός, эп.-ион. ὄϊς, gen. ὄϊος ὅ и ἥ (dat. οἰΐ, acc. οἶν - эп. ὄῑν; dual.: οἶε, οἰοῖν; pl.: nom. οἶες - эп. ὄϊες, gen. οἰῶν - эп. ὀΐων, dat. οἰσί - эп. ὀΐεσσι, οἴεσσι и ὄεσσι, acc. οἶς - эп. ὄῑς) баран (тж. οἶ. ἄρσην или ἀρνειός Hom.), овца (тж. οἶ. θῆλυς Hom.)τὸ κάταγμα τῆς οἰός Soph. — овечья шерсть
II.III.ὁ и ἥ эп.-ион. = οἶς См. οις
См. также в других словарях:
κάταγμα — Κάθε απροσδόκητη λύση της συνέχειας ενός οστού ή χόνδρου, οφειλόμενη στην ενέργεια μιας δύναμης (βίας) από χτύπημα ή πτώση, η οποία κατανικά την αντίσταση και την ελαστικότητα του οστού. Τα κ. διακρίνονται σε τραυματικά (που οφείλονται σε… … Dictionary of Greek